- ἐστάλη
- σταλάωlet dropimperf ind act 3rd sg (doric)σταλάωlet dropimperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)στέλλωmake readyaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Κονεμένος — Επώνυμο οικογένειας από την Πρέβεζα, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στις επιστήμες και στα γράμματα και κατέλαβαν πολιτικά αξιώματα. Σύμφωνα με οικογενειακή παράδοση, η οποία αναφέρεται και από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, η οικογένεια Κ. προερχόταν από… … Dictionary of Greek
Κοντοστέφανος — Επώνυμο στρατηγών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Αλέξιος (10ος αι.). Διετέλεσε δομέστικος των σχολών της δύσεως (αρχιστράτηγος των δυνάμεων που στάθμευαν στις ευρωπαϊκές επαρχίες) στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ (958 1025) και έλαβε… … Dictionary of Greek
Μαυροκορδάτος — I Επώνυμο οικογένειας λόγιων και πολιτικών, με βυζαντινή καταγωγή. 1. Αλέξανδρος (1791 – 1865). Γιος του Νικολάου (11.), αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Βλ. λ. Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος. 2. Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων… … Dictionary of Greek
Πολυζωίδης, Αναστάσιος — (Μελένικο 1802 – Αθήνα 1873). Έλληνας λόγιος, πολιτικός και νομικός. Σπούδασε στο Μελένικο (όπου είχε δασκάλους τον Μετσοβίτη Αδάμ Τσαπέκο και τον Γιαννιώτη λόγιο Χριστόφορο Φιλητά), στις Σέρρες (όπου μαθήτευσε κοντά στον Μηνά Μηνωίδη) και από το … Dictionary of Greek
επικυδής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ευφημίδου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος δημαγωγός, σύγχρονος του Θεμιστοκλή. Ο Πλούταρχος (Βίος Θεμιστοκλέους VI, 20 30) τον θεωρεί δειλό και φιλόδοξο. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ο πατέρας του… … Dictionary of Greek
θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… … Dictionary of Greek
κεχαγιάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Άμφισσα. 1. Ευστάθιος. Αρχικά υπηρέτησε στο σώμα του Πανουργιά. Διακρίθηκε στη μάχη στο χάνι της Γραβιάς, όπου μετέφερε πολεμοφόδια για τους αμυνόμενους και βοήθησε σημαντικά στην παράταση της άμυνας … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που … Dictionary of Greek